- κωνοφόρα
- Σημαντική κλάση ξυλωδών και ρητινωδών φυτών, τα οποία υπάγονται στα γυμνόσπερμα και χαρακτηρίζονται από την απουσία πραγματικής ωοθήκης που να περικλείει σπέρματα. Τα κ. περιλαμβάνουν, εκτός από τους πολλούς απολιθωμένους αντιπροσώπους, περίπου 600 σύγχρονα είδη. Πρόκειται γενικά για δέντρα σημαντικών διαστάσεων ή θάμνους με όρθιο, απλό, αλλά έντονα διακλαδιζόμενο κορμό κατά το μονοποδιακό σύστημα διακλάδωσης. Τα φύλλα τους είναι μικρά, σκληρά και βελονοειδή (για παράδειγμα, πεύκο, έλατο, λάριξ) ή λεπιοειδή (όπως συμβαίνει στα κυπαρίσσια και στις τούγιες). Τα άνθη τους είναι πάντοτε δίκλινα και συγκεντρωμένα σε χαρακτηριστικούς σχηματισμούς που ονομάζονται κώνοι (απ’ όπου και η ονομασία τους)· τα άρρενα σχηματίζουν πολύ πλούσιους σε γύρη ίουλους και τα θήλεα στροβιλοειδείς ταξιανθίες (στρόβιλοι), οι οποίες χαρακτηρίζονται κουκουνάρες, όταν ξυλοποιηθούν κατά την ωρίμανση. Σε μερικές περιπτώσεις οι καρποταξίες διαφέρουν από τη μορφή που προαναφέρθηκε· για παράδειγμα, το κυπαρίσσι και η τούγια έχουν σφαιρικούς καρπούς, σχηματισμένους από αρχικά ελεύθερα στοιχεία, ενώ στον κέδρο (Juniperus) παρατηρούνται σφαιροειδείς καρποί, που μοιάζουν με μικρές ράγες, προοριζόμενες να αποκτήσουν ξυλώδη σύσταση.
Στα κ. το δευτερογενές ξύλο στερείται αγγείων παρόμοιων με αυτά των αγγειοσπέρμων, ενώ αντίθετα παρατηρούνται τραχείες με αλωφόρα βοθρία. Οι ρητινοφόροι αγωγοί αφθονούν όχι μόνο στο ξύλο αλλά και στον φλοιό και στα φύλλα.
Τα κ. είναι διαδεδομένα σε όλο τον κόσμο και σχεδόν σε όλα τα υψόμετρα· σε αυτά ανήκουν πολλά γνωστά δέντρα, όπως τα πεύκα (γένος Pinus), τα έλατα (γένος Abies) και τα κυπαρίσσια (γένος Cupressus). Σχηματίζουν, συνήθως, μεγάλα δάση και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη φυσιογνωμία πολλών περιοχών της Γης, ενώ τεράστια είναι και η οικονομική τους σημασία, εφόσον αποτελούν πρώτη ύλη για την παραγωγή ξυλείας, χαρτοπολτού, ρητίνης κ.ά.
Κατά μήκος των ακτών της Μεσογείου φυτρώνει συχνά η κουκουναριά (Pinus pinea), που σχηματίζει αξιόλογα δασύλλια σε αρκετές ελληνικές παραλίες (Μαραθώνας, Σκιάθος κλπ.). Παράγει χοντρές κουκουνάρες με σπέρματα που έχουν εδώδιμη ψίχα· μεσογειακά δέντρα είναι επίσης το κοινό πεύκο (Pinus halepensis) και το θαλασσινό (Pinus maritima). Σε περιοχές με φτωχό έδαφος αναπτύσσεται το δασικό πεύκο (Pinus silvestris), που μπορεί να αναπτυχθεί παντού, από τις παράλιες ζώνες έως τους αλπικούς βράχους. Εκεί φύονται γενικά και τα είδη Pinus nigra, Pinus mugo, Picea abies (ερυθρελάτη), Larix europaeae, που χάνει τα φύλλα του τον χειμώνα, και χαμηλότερα, σε εδάφη πλούσια σε οργανική ουσία, η ελάτη η κτενοειδής, συχνά μαζί με την οξιά (γένος Querqus).
Η θαμνώδης μεσογειακή χλωρίδα περιλαμβάνει από τα κ. τα είδη Juniperus communis, Juniperus sabina (στα ορεινά) και Juniperus oxycedrus, όλα γνωστά με την κοινή ονομασία κέδρο.
Τα κυπαρίσσια και οι τούγιες (γένος Thuja) κατάγονται από την Ανατολή και ο κέδρος του Λιβάνου από την ομώνυμη χώρα· η Βόρεια Αμερική είναι πλούσια σε δάση σεκόιας (γένος Sequoia), τα οποία ξεπερνούν καμιά φορά σε ύψος τα 100 μ., και η Νότια Αμερική σε δάση αροκάριας (γένος Araucaria).
Τα κ. παρουσιάζουν τη μέγιστη ανάπτυξή τους και τη μεγαλύτερη πυκνότητα στα απέραντα δάση της τάιγκα, δηλαδή στη ζώνη που εκτείνεται από τα νότια της αρκτικής τούνδρας μέχρι τα δάση της εύκρατης ζώνης και η οποία περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα της Ευρώπης και της Ασίας, ενώ επεκτείνεται με μεγάλη ομοιότητα και στη Βόρεια Αμερική (Καναδάς).
Τα μικρότερα δάση των κ. είναι εξαιρετικά χρήσιμα λόγω της μετριαστικής επίδρασης που παρουσιάζουν απέναντι στην καταστροφική δράση των στοιχείων της φύσης (χιονοστιβάδες, κατακρημνίσεις εδαφών, άνεμοι κλπ.). Το ξύλο των κ. είναι πλούσιο σε ρητίνη και ανθεκτικό στο νερό· θεωρείται μάλιστα εξαιρετικό ως καύσιμη ύλη. Ορισμένα είδη (π.χ. η πεύκη της κέμβρης) δίνουν ξυλεία εύκολης κατεργασίας, κατάλληλη για ξυλογλυπτική.
Οι κορμοί, ύψους 30-40 μ., των ελάτων και των λαρίκων είναι κατάλληλοι για όλους τους τύπους των κατασκευών και στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκαν στη ναυπηγική. Από πολλά είδη (Pinus halepensis, Larix) συλλέγεται –με χάραξη τομών στον φλοιό– ρητίνη, χρήσιμη στην οινοποιία καθώς και στην παραγωγή κολοφωνίου, τερεβινθίνης και φαρμακευτικών ελαίων. Η ελάτη η κτενοειδής είναι ένα από τα ξυλώδη φυτά που είναι πιο κατάλληλα για τη βιομηχανική παραγωγή χαρτιού.
Τα κωνοφόρα είναι διαδεδομένα στο νότιο και στο βόρειο ημισφαίριο και αναπτύσσονται στις πιο διαφορετικές οικολογικές συνθήκες· στη φωτογραφία, δάσος ερυθρελάτης (Picea abies) και λάρικος (Larix).
Μικρό κλαδί του κωνοφόρου είδους Sequoia sempervirens (σεκόια).
Ώριμοι καρποί του πεύκου Pinus mugo.
Άνθη τούγιας (Thuja orientalis).
Μικρό κλαδί ερυθρελάτης (Picea abies).
Dictionary of Greek. 2013.